Λαις

Λαις
    Λαΐς
    Λᾱΐς
    -ΐδος ἥ Лаида (коринфская гетера) Luc., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "Λαις" в других словарях:

  • Λαίς — Λαί̱ς , Λαίς fem acc pl (epic doric ionic aeolic) Λαίς fem nom sg Λαίς fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαΐς — Είδος πετρώματος. Βλ. λ. λες. * * * λαΐς, ίδος, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. ληΐς …   Dictionary of Greek

  • λαις — Είδος πετρώματος. Βλ. λ. λες. * * * και λες, το γεωλ. ανοιχτοκίτρινο ιζηματογενές πέτρωμα, τού οποίου οι κόκκοι είναι ισομεγέθεις με τους κόκκους τής ιλύος και είναι χαλαρά συγκολλημένοι με ανθρακικό ασβέστιο, αλλ. άσβεστούχος πηλός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • λαίς — λᾱίς , ληίς booty fem nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαί — Λαίς fem voc sg Λαίς fem voc sg Λής masc nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαῖ — Λαίς fem dat sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδα — Λαίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδας — Λαίς fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδες — Λαίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδι — Λαίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαίδος — Λαίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»